Ανοιχτό κεφάλαιο...

Μάνος Ελευθερίου
Άνθρωπος στο πηγάδι

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

ΒΡΟΧΗ



«Μα πως γίνεται, βρε παιδί μου, και ζουν ακόμη άνθρωποι που ήταν ήδη μεγάλης ηλικίας πριν από πενήντα και εξήντα χρόνια, όταν τους γνώρισα εγώ;»
Σελ.49

Μασάει θρυμματισμένα γυαλιά, η γλώσσα του ματώνει, τις φτύνει τις λέξεις μία μία. Οι λέξεις στέκονται στον αέρα σαν μικρά φύλλα, δεν έχουν μήτε βάρος μήτε ουσία και χρώμα, φτερά πουλιών μοιάζουν που αιωρούνται. Αγαπημένες μικρές ευλογημένες ελληνικές λέξεις, κάπου χτύπησαν σ’ ένα αγκαθάκι και από τα δάχτυλά τους έτρεξε μια σταγόνα αίμα. Θα το ρουφήξει και όλα θα ξαναπάρουν την πρώτη μορφή τους. Άνθρωπος ήταν και μιλούσε.
Σελ.73

Σ’ αγαπούν και σε θαυμάζουν, παρ’ όλα τα σκέρτσα που κάνεις όταν σου λένε καλά λόγια, και ιδίως όταν σε πλησιάζουν στο δρόμο άγνωστοι θαυμαστές και σου δίνουν συγχαρητήρια για όσα γράφεις και μερικοί σου ζητούν και αυτόγραφο. «Τι να το κάνουν» σκέφτεσαι «αφού θα πετάξουν το χαρτάκι που υπέγραψα».
Σελ.98

Όταν έμαθε τα καθέκαστα, κατάλαβε ότι τελικά οι άνθρωποι, μόλις γλυτώσουν το σταυρό, προσαρμόζονται στην καινούργια τους ζωή και ξεχνούν όλα τα βάσανα που πέρασαν.
Σελ.114

Η ιστορία ήταν μάλλον απλή. Είχε αρχίσει να τη γράφει πριν από καιρό. Περισσότερο σημειώσεις κρατούσε, σκέψεις σημείωνε σε μικρά χαρτιά, που τα κολλούσε μετά σε τετράδιο. Δεν ήταν σίγουρος ότι θα ‘φτανε σ’ ένα τέλος. Τα ελάχιστα που γνώριζε από την πραγματική ιστορία δεν ήταν και όσα ήθελε. Του έλειπε η προηγούμενη ζωή της ηρωίδας, του έλειπε –το κυριότερο- η μετέπειτα ζωή της και πώς αντιμετώπισε τη δυστυχία της.
Σελ.115

Έπρεπε να ήσουν έξω τώρα και να καθόμαστε στο παγκάκι και να σου ‘λεγα μερικά πράγματα γι’ αυτά τα τρία δέντρα που μας περιτριγυρίζουν και μένουν μονάχα τους επί τόσα χρόνια. Σαν να σε βλέπω. Θα ‘βγαζες αμέσως το μπλοκάκι σου και θα σημείωνες. Και είναι σίγουρο ότι, όταν επέστρεφες στο σπίτι σου, θα ‘ψαχνες να βρεις στις εγκυκλοπαίδειες οτιδήποτε γράφτηκε για τον φοίνικα, το φίκο και τη συκιά.
Σελ.143

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου